Από τον κ. Γεώργιο Β. Βάσσο
Πολύ συχνά οι άνθρωποι, αναφερόμενοι στο πένθος, φέρνουν στο μυαλό τους μια περίοδο θρήνου και οδύνης που συνοδεύει το θάνατο κάποιου αγαπημένου προσώπου. Αυτή είναι η πλέον καθιερωμένη και αναγνωρίσιμη πλευρά του πένθους, που έχει εμποτιστεί από τις πολιτισμικές ιεροτελεστίες και ακολουθεί συγκεκριμένα εθιμοτυπικά, τα οποία από την άλλη πλευρά, διευκολύνουν κατά κάποιο τρόπο την αντιμετώπιση και τη “συνειδητοποίηση”, την αποδοχή δηλαδή, αυτής της δύσκολης κατάστασης. Παρόλα αυτά, μια κατάσταση πένθους δεν συνδέεται αναγκαία με το θάνατο, όπως αυτός ορίζεται από τη βιολογία.
O Φρόυντ το 1917 μελετώντας τη μελαγχολία, προσπάθησε να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους το πένθος αποτελεί ένα από τα πλέον δύσκολα βιώματα στην ανθρώπινη σκηνή. Μια βασική παραδοχή ξεκινά από την αποκάλυψη της απώλειας αλλά και με την οριστικότητά της. Μιας απώλειας, που δε συνεπάγεται την κυριολεκτική έννοια του θανάτου, αλλά συμπεριλαμβάνει τόσο το βιολογικό θάνατο, όσο και το θάνατο μιας κατάστασης ή μιας ιδέας, μιας ευρύτερης έννοιας, στην οποία όμως κανείς έχει αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος του εαυτού του. Με άλλα λόγια, έχει προσφέρει αγάπη κι έχει κάνει μια μεγάλη συναισθηματική επένδυση, έχει δημιουργήσει μια σχέση, έχει δώσει μια αξία κι ένα σκοπό, που δύσκολα αντικαθίσταται από κάτι νέο.
Η αιφνίδια, ή μη, απώλεια αυτών, φέρνει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με κάτι αμετάκλητο. Η οριστικότητα αυτού του αποχωρισμού κάνει αυτή την απώλεια ακόμα πιο σκληρή. Δε θα ήταν λοιπόν δύσκολο να κατανοήσει κανείς, πως μαζί με όλα όσα χάνονται για πάντα, χάνεται κι αυτό το μέρος του εαυτού μας, το οποίο έχουμε ήδη θυσιάσει με συνέπεια να πενθεί κανείς τόσο γι ό,τι χάνει αλλά ταυτόχρονα και για ένα μέρος του εαυτού του. Με αυτό το σκεπτικό, ο θυμός θα ήταν μια εύλογη απάντηση του ψυχισμού απέναντι σε μια τόσο οδυνηρή κατάσταση. Το μέγεθος, ωστόσο, αυτού του θυμού αλλά και η δυνατότητα του ανθρώπου να τον διαπραγματευτεί ψυχικά είναι συχνά και οι λόγοι που μια περίοδος πένθους ολοκληρώνεται ή παραμένει άλυτη, προκαλώντας στους ανθρώπους συναισθηματική δυσφορία ή ένα επίμονο μελαγχολικό συναίσθημα.
Σε πολλές περιπτώσεις δύσκολα θα μπορούσε κανείς να διακρίνει μια περίοδο πένθους από την κατάθλιψη. Το πένθος είναι μια αναμενόμενη αντίδραση του ψυχισμού απέναντι σε μια απώλεια που χαρακτηρίζεται από ψυχική οδύνη, μελαγχολία και συναισθηματικά ξεσπάσματα. Σε αυτές τις περιπτώσεις χρειάζεται ένα εύλογο χρονικό διάστημα κατά το οποίο το άτομο που πενθεί θα διαπραγματευτεί αυτόν τον αποχωρισμό και σταδιακά θα επενδύσει ψυχικά σε μια νέα κατάσταση, χωρίς αυτό να σημαίνει πως αυτή η κατάσταση αυτή θα υποκαταστήσει ό,τι χάθηκε. Η κατάθλιψη, από την άλλη πλευρά, αφορά στη διαδικασία κατά την οποία ένα άτομο προσκολλάται χωρίς επιστροφή στο πρόσωπο ή τη συνθήκη που χάνει και δυσκολεύεται να αγαπήσει κάτι καινούργιο, οδηγώντας το σε μια παρατεταμένη κατάσταση ανηδονίας, κενού αισθήματος, θλίψης και ματαίωσης. Πρόκειται, δηλαδή, σα να πεθαίνει ένα μέρος του εαυτού του, ενώ κατά το πένθος είναι σα να πεθαίνει ένα μέρος του κόσμου του.
« Αν και γνωρίζουμε ότι μετά από μια απώλεια, το οξύ πένθος θα υποχωρήσει, γνωρίζουμε επίσης ότι θα παραμείνουμε απαρηγόρητοι και ποτέ δεν θα βρούμε υποκατάστατο. Οτιδήποτε κι αν συμπληρώσει το κενό, ακόμα και αν καλυφθεί πλήρως, παραμένει ωστόσο κάτι διαφορετικό. Και βασικά έτσι πρέπει να είναι. Είναι ο μόνος τρόπος να διατηρήσουμε στη μνήμη την αγάπη που δε θέλουμε να εγκαταλείψουμε.» ( Freud, 1917)
Με εκτίμηση, Γεώργιος Β. Βάσσος Ψυχολόγος, MSc. Κλινικής Ψυχολογίας Εκπαιδευόμενο μέλος της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας