Στην Ισλανδία, οι περίπου 4.000 κάτοικοι της μικρής παράκτιας πόλης Γκρίνταβικ αναγκάστηκαν προ ημερών να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, υπό τον φόβο της έκρηξης του ηφαιστείου Fagradalsfjall. Στη Σικελία, η νέα έκρηξη του ηφαιστείου της Αίτνας, δημιούργησε ένα «σιντριβάνι λάβας» στις χιονισμένες πλαγιές, ενώ πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, στο Μεξικό, στην κορυφή του βουνού Ποποκατέπετλ, το ομώνυμο ηφαίστειο, ένα από τα πιο ενεργά στον κόσμο, εξερράγη, σημαίνοντας «κίτρινο» συναγερμό στην περιοχή.
«Ευτυχώς, σε αντίθεση με τους σεισμούς τα ηφαίστεια πάντα προειδοποιούν», λέει στην «Κ» ο Χρήστος Ευαγγελίδης, Ερευνητής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, με αφορμή το «ξύπνημα» των μεγάλων ηφαιστείων ανά τον κόσμο. Ο υπεύθυνος του Εθνικού Σεισμολογικού Δικτύου του ΕΑΑ, εξηγεί πάντως, πως η σημερινή ηφαιστειακή δραστηριότητα σε αυτά τα τρία σημεία του πλανήτη δεν έχει καμία απολύτως σύνδεση. «Είναι τυχαία γεγονότα σε κάποια από τα εκατοντάδες ενεργά ηφαίστεια στον κόσμο. Άλλωστε, ο κίνδυνος να υπάρξει ηφαιστειακή δραστηριότητα σε κάποιο από αυτά πάντα υπάρχει».
Πέντε ενεργά «μέτωπα»
Τι συμβαίνει, όμως, σήμερα στη χώρα μας, όπου το ενεργό ηφαιστειακό τόξο απλώνεται σε πέντε σημεία από τα δυτικά προς τα ανατολικά;
«Το ενεργό τόξο ξεκινάει από το Σουσάκι Κορινθίας και περνάει στα ευρύτερα ηφαιστειακά κέντρα των Μεθάνων, Μήλου, Σαντορίνης και Νισύρου. Τα περισσότερα από αυτά έχουν χερσαίους, αλλά και υποθαλάσσιους ηφαιστειακούς κώνους, όπως το Κολούμπο, που βρίσκεται βορειοανατολικά της Σαντορίνης», λέει ο κ. Ευαγγελίδης, καθησυχάζοντας, ωστόσο, ότι κανένα από αυτά αυτή την στιγμή δεν είναι σε φάση ηφαιστειακής έξαρσης.
«Το μεγαλύτερο δυναμικό το έχουν τα ευρύτερα ηφαιστειακά κέντρα της Σαντορίνης και Νισύρου. Τα Μέθανα, εμφανίζουν δραστηριότητα χαμηλότερου δυναμικού, ωστόσο βρίσκονται μόλις 40 χλμ. από το μητροπολιτικό κέντρο της Αθήνας», λέει ο ίδιος.
Ηφαιστειακά παρατηρητήρια
Ενα ηφαιστειακό παρατηρητήριο αποτελείται από πολλούς και διάσπαρτους σεισμολογικούς σταθμούς, γεωδαιτικούς, γεωχημικούς και ατμοσφαιρικούς σταθμούς, αλλά και θερμικές κάμερες. Στα Μέθανα λειτουργούν έξι σεισμολογικοί σταθμοί και δύο GPS, ενώ στη Σαντορίνη, υπάρχουν περισσότεροι από δέκα σεισμολογικοί σταθμοί και 2-3 GPS, γεωχημικοί σταθμοί και ένας παλιρροιογράφος.
Τα διαθέσιμα μέσα επαρκούν για τις δύο αυτές περιοχές, λέει ο υπεύθυνος του Εθνικού Σεισμολογικού Δικτύου του ΕΑΑ, επισημαίνοντας ωστόσο ότι στη Νίσυρο όπου λειτουργούν μόνο τρεις σεισμολογικοί σταθμοί και στη Μήλο δύο, χρειάζεται να ενισχυθούν.
«Οι ηφαιστειακές εξάρσεις μπορούν να ανιχνευτούν έγκαιρα με χρήση δεδομένων από πυκνά σεισμολογικά και γεωδαιτικά δίκτυα. Στον ελληνικό χώρο τα δίκτυα αυτά λειτουργούν κυρίως από το Ενιαίο Εθνικό Σεισμολογικό Δίκτυο», λέει ο ίδιος και προσθέτει: «Το βασικό πρόβλημα είναι η μη επαρκής συντήρησή τους, όπως και για όλους τους σταθμούς του Ενιαίου Εθνικού Σεισμολογικού Δικτύου, που στηρίζεται κυρίως σε ανταγωνιστικά ερευνητικά προγράμματα και όχι σε σταθερή ελεγχόμενη χρηματοδότηση από την πολιτεία. Είναι καθήκον της πολιτείας να τα ενισχύσει και να χρηματοδοτήσει την αδιάλειπτη λειτουργία και συντήρησή τους πλέον συστηματικά».
Καθημερινή σεισμική δραστηριότητα
Οι σεισμολογικοί σταθμοί του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και των Πανεπιστημιακών φορέων, που συγκροτούν το Ενιαίο Εθνικό Σεισμολογικό Δίκτυο, καταγράφουν καθημερινά σεισμική δραστηριότητα τόσο εσωτερικά όσο και περιμετρικά των ηφαιστειακών κέντρων.
«Η βασική αιτία αυτής της σεισμικής δραστηριότητας είναι οι υφιστάμενες τεκτονικές τάσεις και η παραμόρφωση του ανωτέρου φλοιού. Τα μεγέθη που καταγράφονται είναι μικρά, αλλά με πλήθος διάσπαρτων σεισμών. Όταν, όμως, ξεκινάει μια ηφαιστειακή έξαρση, οι σεισμοί πληθαίνουν και εστιάζονται σε μια περιοχή, η οποία μπορεί να αλλάζει χωρο-χρονικά», αναφέρει ο κ. Ευαγγελίδης, υπενθυμίζοντας ότι οι περισσότεροι σεισμοί που καταγράφηκαν ποτέ από ηφαίστειο στον ελληνικό χώρο ήταν την περίοδο 2011-2012 κατά την έξαρση του ηφαιστείου της Σαντορίνης.
Η έντονη δραστηριότητα ενός ηφαιστείου, που εκδηλώνεται κυρίως με την κίνηση ρευστών και μάγματος στο εσωτερικό, γίνεται αντιληπτή από τους ειδικούς μέσω της καταγραφής σεισμικών γεγονότων, τα οποία τις περισσότερες φορές ξεχωρίζουν από τους τεκτονικούς σεισμούς. «Μια ενδεχόμενη ηφαιστειακή έξαρση με εκρηκτικό χαρακτήρα ή μη, μπορεί να διαρκέσει ακόμη και χρόνια», τονίζει ο Ερευνητής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του ΕΑΑ.
«Μια πολύ μεγάλη ηφαιστειακή έκρηξη μπορεί να επηρεάσει για χρόνια το κλίμα σε παγκόσμιο επίπεδο».
Πάντως, όσο κι αν η κλιματική αλλαγή επηρεάζει δραστικά τον πλανήτη, στην περίπτωση των ηφαιστείων, αυτά μπορούν να παραμένουν «αλώβητα».
«Ακόμη κι αν ο άνθρωπος κάνει τη γη μη κατοικήσιμη, τα ηφαίστεια θα συνεχίσουν να υπάρχουν και να λειτουργούν για πολλά εκατομμύρια χρόνια μετά. Αντίθετα, μια πολύ μεγάλη ηφαιστειακή έκρηξη μπορεί να επηρεάσει για χρόνια το κλίμα σε παγκόσμιο επίπεδο», τονίζει ο κ. Ευαγγελίδης και εξηγεί: «Κατά τη διάρκεια μεγάλων εκρήξεων εισέρχονται τεράστιες ποσότητες ηφαιστειακών αερίων, σταγονιδίων αεροζόλ και στάχτης στη στρατόσφαιρα. Τα ηφαιστειακά αέρια, όπως το διοξείδιο του θείου, μπορούν να προκαλέσουν παγκόσμια ψύξη, ενώ το ηφαιστειακό διοξείδιο του άνθρακα -ένα αέριο του θερμοκηπίου- προκαλεί την παγκόσμια θέρμανση».
Σύμφωνα με τον Ελληνα επιστήμονα, πολλές μεγάλες εκρήξεις που συνέβησαν τον προηγούμενο αιώνα, προκάλεσαν πτώση της μέσης θερμοκρασίας στην επιφάνεια της Γης έως και 0,3 βαθμούς για 1-3 χρόνια, όπως συνέβη με το ηφαίστειο Πινατούμπο στις Φιλιππίνες.
«Η έκρηξη του ηφαιστείου Πινατούμπο στις 15 Ιουνίου 1991, ήταν μία από τις μεγαλύτερες εκρήξεις του 20ου αιώνα και εισήγαγε ένα σύννεφο 20 εκατομμυρίων τόνων διοξειδίου του θείου στη στρατόσφαιρα. Προκάλεσε αυτό που πιστεύεται ότι ήταν η μεγαλύτερη διαταραχή αεροζόλ στη στρατόσφαιρα κατά τον περασμένο αιώνα. Ως εκ τούτου, ξεχώρισε για τις επιδράσεις της στο κλίμα και κάλυψε την επιφάνεια της Γης για τρία χρόνια μετά την έκρηξη, με μείωση της τάξης του 0,7 °C στο αποκορύφωμα της επίδρασής της. Η έκρηξη στο ηφαίστειο Laki το 1783-1784 στην Ισλανδία είχε εκπέμψει πολύ μεγαλύτερη ποσότητα διοξειδίου του θείου σε σύγκριση με το Πινατούμπο, περίπου 120 εκατομμύρια τόνους. Το πρόσθετο ατμοσφαιρικό διοξείδιο του θείου προκάλεσε περιφερειακή ψύξη της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής», καταλήγει ο επικεφαλής του Εθνικού Σεισμολογικού Δικτύου του ΕΑΑ.
Πηγη: kathimerini.gr