Τον έλεγχο για την πορεία της υγείας των τεσσάρων κρουσμάτων covid-19 που εντοπίστηκαν στην Σύρο, ξεκίνησε την Κυριακή το Γενικό Νοσοκομείο του νησιού, όπως γνωστοποίησε με χθεσινοβραδινή του ανακοίνωση.
Υπενθυμίζεται ότι οι τέσσερις ασθενείς είναι αλλοδαποί, ήρθαν στην Ελλάδα με διεθνείς πτήσεις και στη συνέχεια έφτασαν στην Σύρο.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Γενικού Νοσοκομείου, πρόκειται για ασυμπτωματικούς ασθενείς, οι οποίοι βρίσκονται σε καραντίνα, όπως προβλέπουν τα υγειονομικά πρωτόκολλα του ΕΟΔΥ και της Πολιτικής Προστασίας. Όλα τα κρούσματα θεωρούνται ήπιας μορφής και η υγεία των ασθενών βρίσκεται σε καλή κατάσταση. Η διαδικασία της ιχνηλάτησης συνεχίζεται, ενώ το Νοσοκομείο Σύρου ανακοίνωσε χθες ότι οι στενές επαφές των ασθενών βρέθηκαν αρνητικοί στον ιό.
Επομένως, υπάρχει συγκρατημένη αισιοδοξία ότι η κατάσταση είναι ελεγχόμενη. Νεότερη ενημέρωση θα υπάρξει, λογικά, εντός της ημέρας μιας και το θέμα δεν απασχολεί μόνο τους κατοίκους και του επισκέπτες της Σύρου, αλλά γενικότερα τον κεντρικό κρατικό μηχανισμό που διαχειρίζεται την πορεία της πανδημίας στη χώρα.
Στο μεταξύ, έντονη και δικαιολογημένη είναι η δυσαρέσκεια της τοπικής κοινωνίας του νησιού, καθώς, από τη μία είχε γίνει γνωστό σε όλη την επικράτεια ότι εντοπίστηκαν επιβεβαιωμένα κρούσματα στην Σύρο και από την άλλη, δεν υπήρξε η παραμικρή επίσημη και έγκαιρη ενημέρωση από πλευράς τοπικών πολιτικών φορέων για ένα ζήτημα εξέχουσας σημασίας που αφορά τη δημόσια υγεία όλων.
Δεν ανησυχούν οι επιστήμονες για την αύξηση των κρουσμάτων
Σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, τα ορφανά κρούσματα του covid-19 στην Ελλάδα, παρουσιάζουν αύξηση κατά 25% τον τελευταίο μήνα. Οι επιστήμονες που παρατηρούν στενά και με αγωνία το φαινόμενο δεν το χαρακτηρίζουν ως ιδιαίτερα ανησυχητικό, καθώς θεωρούν ότι είναι αναμενόμενη εξέλιξη μετά την άρση του lockdown και το άνοιγμα της χώρας.
Η γενικότερη αύξηση, ωστόσο, των νέων περιστατικών του κορωνοϊού, η οποία καταγράφεται στην 6η έκθεση περιόδου του Παρατηρητηρίου COVID-19, έχει θέσει τις υγειονομικές υπηρεσίες σε κατάσταση αυξημένης επιφυλακής, κυρίως για κάποια πιθανή αύξηση του δείκτη του ρυθμού αύξησης της μεταδοτικότητας.