Με τον όρο «ελληνική εξορυκτική βιομηχανία» ορίζουμε τις δραστηριότητες εξόρυξης και μεταποίησης εγχώριων ορυκτών πρώτων υλών, ενώ ο όρος «συμβολή» αναφέρεται στο σύνολο των δραστηριοτήτων που εξαρτώνται άμεσα ή έμμεσα από την παρουσία του κλάδου στην Ελλάδα.
Με την ευκαιρία της συζήτησης για το επιζητούμενο νέο παραγωγικό υπόδειγμα της ελληνικής οικονομίας κρίνεται σκόπιμο να ξαναθυμηθούμε τη συμβολή της ελληνικής εξορυκτικής βιομηχανίας στην εθνική οικονομία.
Με τον όρο «ελληνική εξορυκτική βιομηχανία» ορίζουμε τις δραστηριότητες εξόρυξης και μεταποίησης εγχώριων ορυκτών πρώτων υλών, ενώ ο όρος «συμβολή» αναφέρεται στο σύνολο των δραστηριοτήτων που εξαρτώνται άμεσα ή έμμεσα από την παρουσία του κλάδου στην Ελλάδα.
Για το σκοπό αυτό συγκρίνονται ορισμένα οικονομικά μεγέθη όπως ΑΕΠ και απασχόληση ανάμεσα σε δυο καταστάσεις – την υπάρχουσα και μια «υποθετική» όπου δεν υπάρχει καθόλου η δραστηριότητα εξόρυξης. Στην «υποθετική» περίπτωση, γίνεται η υπόθεση ότι εάν δεν υπήρχε η εξόρυξη, δεν θα υπήρχαν στην Ελλάδα ούτε και δραστηριότητες που μεταποιούν ορισμένες από τις εγχώριες πρώτες ύλες. Συγκεκριμένα, πρόκειται για την παραγωγή βασικών μετάλλων, όπως αλουμίνα, πρωτόχυτο αλουμίνιο, σιδηρονικέλειο, καθώς και άλλα προϊόντα όπως το κλίνκερ που χρησιμοποιείται για την παραγωγή τσιμέντου, όπου εκτιμάται ότι δεν θα είχε αναπτυχθεί στην Ελλάδα αντίστοιχη μεταποίηση με εισαγόμενα ορυκτά. Με το ίδιο σκεπτικό, σε μια πρόσθετη παραλλαγή της «υποθετικής» περίπτωσης, υπολογίζεται και η συνεισφορά που αντιστοιχεί στην ηλεκτροπαραγωγή με λιγνίτη.
Στην «υποθετική» περίπτωση όμως δεν θα έλειπε από την οικονομία μόνο η δραστηριότητα που καταγράφεται στην εξορυκτική βιομηχανία από τη στατιστική αρχή, δηλαδή η «άμεση επίδραση» (direct effects) αλλά και οι δραστηριότητες που τροφοδοτούν την εξορυκτική βιομηχανία («έμμεση επίδραση» – indirect effects).
Τέλος, εκτός από προϊόντα και υπηρεσίες από άλλους κλάδους, κάθε οικονομική δραστηριότητα απαιτεί και εργασία. Οι εργαζόμενοι προσφέρουν στην εξορυκτική βιομηχανία ώρες εργασίες, για τις οποίες ανταμείβονται. Με μέρος του εισοδήματος που λαμβάνουν, πληρώνουν για καταναλωτικά προϊόντα και υπηρεσίες, προκαλώντας έτσι ένα επιπλέον κύκλο γύρο επιδράσεων στην οικονομική δραστηριότητα, οι οποίες ονομάζονται στη σχετική βιβλιογραφία εκτίμησης οικονομικών επιδράσεων «προκαλούμενες» ή «επαγόμενες» (induced effects).
Το ΙΟΒΕ, εφαρμόζοντας την καθιερωμένη μεθοδολογία εκτίμησης των άμεσων, έμμεσων και προκαλούμενων επιδράσεων με τη χρήση υποδείγματος εισροών-εκροών της ελληνικής οικονομίας, κατέληξε ότι η συνολική συμβολή της εξορυκτικής βιομηχανίας στο ΑΕΠ της χώρας ανήλθε το 2016 σε €3,9 δις, εκ των οποίων περίπου €2,6 δις. προέρχονται από τις εξορυκτικές δραστηριότητες και το υπόλοιπο €1,3 δις από τη μεταποίηση των εγχώριων ορυκτών πρώτων υλών. Εάν επιπλέον ληφθεί υπόψη και η ηλεκτροπαραγωγή με καύση λιγνίτη, τότε η συμβολή στο ΑΕΠ το 2016 υπολογίζεται σε €5,4 δις. Σε όρους απασχόλησης, η συμβολή της εξορυκτικής βιομηχανίας εκτιμάται αντίστοιχα σε 81,0 χιλ. άτομα ,σε όρους ισοδύναμων πλήρους απασχόλησης (ΙΠΑ) και σε 107,5 χιλ. ΙΠΑ εάν ληφθεί υπόψη και η ηλεκτροπαραγωγή με λιγνίτη.
Επομένως όλα τα ανωτέρω μεγέθη, τα οποία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση της ελληνικής εξορυκτικής βιομηχανίας, αναφέρονται σε όρους συνολικής και όχι άμεσης συμβολής.