Μετά την Telegraph που εκθείασε την Ελλάδα, προτείνοντας, μεταξύ άλλων
την Τήνο ως επόμενο προορισμό διακοπών μετά την πανδημία, ήρθε η σειρά
του βρετανικού Conde Nast Traveller που στο τεύχος Μαϊου που μόλις
κυκλοφόρησε (και μέσω εφαρμογής App) αφιερώνει τέσσερις σελίδες στη
Σαντορίνη. Στο αφιέρωμα, μάλιστα που παρουσιάζει το νησί εκτός αιχμής,
δίνεται η διάσταση της επέκτασης της περιόδου, που, καιρού
επιτρέποντος, θα αποδειχθεί σωτήριο για την εφετινή τουριστική
περίοδο, παρόλο που η λέξη “σωτήριο” επιδέχεται πολλών ερμηνειών. Και
αυτό, γιατί το θέμα δεν είναι πότε θα ανοίξει “πόρτες” η Ελλάδα, αλλά
και πότε οι ξένοι επισκέπτες μας, που, προς το παρόν, όπως και εμείς,
βλέπουν από το παράθυρο, θα μπορέσουν να “ξεχυθούν” από τη δική τους
πόρτα.
Χωρίς αμφιβολία, τα δύο αυτά έγκυρα δημοσιεύματα δίνουν σημαντικό
προβάδισμα στην Ελλάδα όποτε έλθει η πολυπόθητη στιγμή της μαζικής
εξόδου και η αίσθηση που έχουμε είναι ότι, μέσα στο μήνα, θα πρέπει να
περιμένουμε και άλλα. Το θέμα όμως είναι τι κάνουμε για να
επιταχύνουμε την ώρα της εξόδου, γιατί σύμφωνα και με τον ΟΟΣΑ, οι
προοπτικές για την οικονομία της χώρας μας σε περίπτωση παράτασης της
πανδημίας είναι καταστροφικές, ειδικά, όπως αναφέρει, λόγω συμβολής
του Τουρισμού στο ΑΕΠ.
Είναι ίσως η πρώτη φορά που οι οικονομικές εξελίξεις, αντί να είναι
στα χέρια οικονομολόγων, επαφίονται στους γιατρούς! Ωστόσο, μιλώντας
για τον Τουρισμό στη χώρα μας, έχουμε χρέος, όσοι ασχολούμαστε με τον
τομέα να προβληματιστούμε για την εξεύρεση κάποιας λύσης που ίσως,
μαζί με τις προσευχές μας για το φάρμακο και το εμβόλιο, να αποτελέσει
και το φάρμακο που θα επαναφέρει στην ομαλότητα τη διεθνή οικονομία,
όσο αυτή στηρίζεται και στα ταξίδια, επαγγελματικά και μη.
Είναι σαφές ότι ανυπομονούμε για τη στιγμή που η πανδημία θα δείξει
σημεία κάμψης ώστε να χαλαρώσουν τα περιοριστικά μέτρα και να
επαναλειτουργήσει το σύστημα των μεταφορών και της φιλοξενίας με όλες
μαζί τις συμπληρωματικές υπηρεσίες που θα δώσουν στην Ελλάδα το
“οξυγόνο” που αυτή τη στιγμή στερείται. Εξίσου σαφής όμως είναι και η
όποια δικαιολογημένη επιφύλαξη ως προς την εθνικότητα του επισκέπτη
που θα επιδιώξουμε να προσελκύσουμε, έστω και αν η έλευσή του αποτελεί
μονόδρομο για την οικονομική μας στήριξη. Και αφήνω κατά μέρος την
εφιαλτική σκέψη να βρεθούν και οι συνήθεις ανεγκέφαλοι που με τη στάση
τους απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους θα τους δώσουν την εντύπωση ότι
τους αντιμετωπίζουν ως μιάσματα, καταρρίπτοντας την παράδοση της
ελληνικής φιλοξενίας, πάνω στην οποία “χτίστηκε” εδώ και δεκαετίες το
τουριστικό μας προϊόν.
Δεν είναι αρμοδιότητά μου να υποδείξω λύσεις, αφού τον κυρίαρχο ρόλο
τον έχουν οι ιατρικές και ερευνητικές ειδικότητες. Λαμβάνοντας όμως ως
αφορμή τη συνεργασία του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού με τον
αντίστοιχο της Υγείας καταθέτω σε κοινό προβληματισμό προς κάθε
αρμόδιο στη χώρα μας να εξεταστεί το ενδεχόμενο καθιέρωσης ενός τύπου
“υγειονομικής βίζας” μέχρις ότου βρεθεί το εμβόλιο και, φυσικά το
φάρμακο, που θα μας απαλλάξουν από το πρόβλημα που τώρα μας ταλανίζει.
Αναρωτιέμαι, δηλαδή, αν θα μπορούσε να βρεθεί μια διαδικασία εξέτασης
κάθε ταξιδιώτη ώστε με αυτό το πιστοποιητικό υγείας να μπορεί άνετα να
ταξιδεύει, να εκπέμπει ασφάλεια στον συνταξιδιώτη του και να γίνεται
ευπρόσδεκτος όπου πηγαίνει.
Δεν γνωρίζω αν το μέτρο είναι πρακτικά διαχειρίσιμο. Εκείνο όμως που
είμαι βέβαιος είναι ότι αν δεν προβληματιστούμε για κάποιες
ασφαλιστικές δικλείδες που θα μας επιτρέψουν να δεχτούμε ένα μέρος
έστω των επισκεπτών μας, το οικονομικό αποτέλεσμα δεν θα είναι
διαχειρίσημο.
ΝΟΤΗΣ ΜΑΡΤΑKHΣ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ MTC GROUP