Τι σχέση μπορεί να έχει ο θρυλικός Θεόδωρος Κεντρωτάς, ο αγρότης που ανακάλυψε την Αφροδίτη της Μήλου, με την ελληνική –νοσούσα- ψυχή;
Πώς το στοίχειωμα, που οι παλιότεροι είκαζαν ότι υπέστη από το μοιραίο απάντημά του με το αριστούργημα αυτό, συναντιέται με τις παθογένειες της ελληνικής οικογένειας,
τις αρρώστιες μιας ολόκληρης χώρας και κατεβαίνει μέχρι το σήμερα για να εξηγήσει πολλά από τα ταμπού της σύγχρονης ζωής; Και πώς μια αυτοχειρία γίνεται αφορμή
για να μιλήσουμε ξανά για την ψυχική υγεία με θάρρος, χωρίς περιστροφές και ωραιοποιήσεις σε μια εποχή που η ανάγκη της είναι πιο επιτακτική από ποτέ;
Η Φωτεινή Τσαλίκογλου, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και βραβευμένη συγγραφέας, στο νέο της βιβλίο «Ο Έλληνας Ασθενής» αφηγείται
μια ιστορία που η αρχή της ανήκει σε έναν και η εξέλιξη της σε όλους μας. Με αφετηρία έναν συγκεκριμένο άνθρωπο, κατορθώνει να μιλήσει για ολόκληρο τον ελληνικό ψυχισμό:
οι ακατάλυτοι δεσμοί της οικογένειας, η ελληνική επαρχία και οι τρόμοι της, το στίγμα του αλαφροΐσκιωτου και η βαριά κατάρα της τρέλας με όλη την φοβερή διαγενεαλογία της,
η αυτοκτονία και το αποτύπωμά της, ως δίδαγμα και ως επιλογή.
Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου και υπό το βάρος της επικαιρότητας που διαμορφώνει ψυχολογία και συμπεριφορές η κουβέντα μαζί της έκρυβε άπειρο ενδιαφέρον.
Τραύμα είναι η ρωγμή, η βίαιη ρήξη στο προστατευτικό περίβλημα του ψυχισμού από μια έντονη διέγερση. Κανένας δεν είναι προστατευμένος από το τραύμα. Και γιατί να είμαστε;
Μια προστατευμένη από το τραύμα ζωή δεν θα ήταν ζωή. Τι θα ήταν; Δεν ξέρω, κάτι σαν αντι-ζωή.
— Περίεργο βιβλίο, παράξενη ιστορία. Εννοώ ότι, ενώ είναι ευρέως γνωστό, πώς και από ποιον ανακαλύφθηκε η Αφροδίτη της Μήλου, κανείς ίσως δεν φανταζόταν ότι ο Κεντρωτάς ενδεχομένως υπέφερε από κάποιο ψυχικό νόσημα. Ποια ήταν η έμπνευση πίσω από αυτή την ιστορία σας; Στηρίζεται σ’ ένα ιστορικό γεγονός, και τα ιστορικά γεγονότα όμως παράγουν τους δικούς τους μύθους, πόσω μάλλον ένα τόσο εμβληματικό γεγονός, όπως η ανεύρεση της Αφροδίτης της Μήλου. Όπως θα είδατε δεν το αναφέρω, είναι κάτι που βγαίνει στις τελευταίες σελίδες. Μόνο τότε αναφέρεται το νησί Μήλος.
Το ιστορικό αυτό γεγονός συνομιλεί με τη ζωή του δισέγγονου που γεννήθηκε στο χάραμα του 20ού αιώνα κι έθεσε τέρμα στη ζωή του 80 χρόνια μετά στην Ελβετία.
Πρόκειται βέβαια για μια καθαρή μυθοπλασία. Είναι γεγονός ότι ακόμη και η ιστορική πραγματικότητα, κυρίως αυτή, είναι ανοιχτή στον μύθο, στην ανακατασκευή,
είχα λοιπόν κάπου ακούσει ή είχα ονειρευτεί ή είχα φανταστεί, ή είχε κάπου πάρει το αυτί μου ότι ο άνθρωπος που βρήκε το άγαλμα, ήταν για εκείνον τόσο συνταρακτική
αυτή η συνάντηση με αυτό το πελώριο και πανέμορφο και ακρωτηριασμένο άγαλμα, ώστε το ερωτεύτηκε, χάνοντας μάλιστα το μυαλό του.
Αυτό τώρα μπορεί να μην συνέβη ποτέ, κάπου όμως, για κάποιους δικούς του λόγους, το μυαλό μου διακινήθηκε από αυτή την ιστορία, τη φύλαξε για πολλά χρόνια μέσα σε μια κρύπτη και την κατάλληλη στιγμή αναδύθηκε.
Ξέρετε, τα βιβλία είναι και λίγο σαν όνειρο: κάποια στιγμή, μια εικόνα, μία σκέψη, μια αίσθηση αρκούν για να ξεκινήσει το ταξίδι της συγγραφής.
Στο μυαλό μου, η συνάντησή του Θεόδωρου Κεντρωτά με την ομορφιά αυτού του αγάλματος ήταν διαταρακτική. Μία συνάντηση με τη σαγήνη, με την τρέλα.
— Και μετά η σαγήνη διαλύεται, γίνεται λίγο άχθος και κατάρα… Ναι, ακριβώς, μετά αρχίζει η σκληρή πραγματικότητα, που κι αυτή είναι ανοιχτή σε πολλαπλές ερμηνείες.
Ο Κεντρωτάς άρχισε να διαπραγματεύεται με αγοραστές, να το πουλάει, το άγαλμα να ταξιδεύει, ήταν η εποχή που επικρατούσε ο πυρετός των μαρμάρων, αλώνιζαν οι κάθε λογής αρχαιοκάπηλοι,
οι κάθε λογής περιηγητές, οι κάθε λογής εραστές των αρχαιοτήτων. Ήταν πάρα πολύ εύκολο επί Τουρκοκρατίας να καπηλευτεί κανείς το ένδοξο παρελθόν.
Ήταν ένα από τα εναύσματα που οδήγησαν στο στήσιμο της πλοκής του μυθιστορήματος μου.
Στη συνέχεια η ιστορία που θέλησα να αφηγηθώ φεύγει από τα αγάλματα, ξεχνά το ένδοξο παρελθόν του τόπου, φεύγει από το ιστορικό πλαίσιο και πάει κατευθείαν στον ψυχισμό του καθενός μας,
εκεί όπου φωλιάζει ένα παρελθόν που κουβαλάμε μέσα μας, από παιδί, ένα παρελθόν που συνομιλεί και φτιάχνεται ξανά με τα υλικά του παρόντος.
Ο «Έλληνας Ασθενής» είναι μια ιστορία που λαχταρά να πάει κατευθείαν στον ψυχισμό του καθενός μας. Αυτό είναι το στοίχημα της ιστορίας μου.
— Τι εννοείτε στον ψυχισμό «μας»;
Από την ώρα που γεννιόμαστε μέχρι την ώρα που πεθαίνουμε, ένα αίτημα φωλιάζει μέσα μας. Αυτό τουλάχιστον ισχύει για τα πρόσωπα στα βιβλία μου. Να αγαπηθούμε μ’ έναν τρόπο μοναδικό.
Αρχής γενομένης από το πρώτο ερωτικό αντικείμενο της ζωής μας, τη μητέρα. Να αγαπηθούμε με ένα τρόπο που θα διαψεύσει τον θάνατο, τον εφιάλτη του ασυντρόφευτου, που μας παραμονεύει από την αρχή.
Ο Έλληνας ασθενής στο βιβλίο μου πάει ένα βήμα πάρα πέρα, έχει σηκώσει τόσο ψηλά τον πήχη ώστε στο τέλος θα το πληρώσει με τη ζωή του: Θέλει να κάνει τη νεκρή μάνα,
που μπορεί να είναι η νεκρή πατρίδα, η νεκρή ερωμένη, να ζωντανέψει για να τον ζωντανέψει κι αυτόν με τη σειρά του. Αυτό το «μίλησε μου» που λέει ο Κεντρωτάς στο άγαλμα,
που το 'χε πει προηγούμενα στην Παναγιά τη Γλυκοφιλούσα, που χρόνια μετά εμφανίζεται να το λέει ο δισέγγονος στη δωδεκάχρονη μαθήτριά του που έχει ερωτευθεί μ' έναν τρόπο ιδεατό, είναι σπαρακτικό.
Σπαρακτικό γιατί είναι ανέφικτο. Και πάνω σ' αυτό φαίνεται να παίζεται όλη η μοίρα του ανθρώπου.
Λέμε «μίλησε μου» για να νιώσω ζωντανός, «αγάπησε με» για να υπάρξω. Αιτήματα που αντλούν τη σημασία και τη δυσκολία τους από μια αρχική σχέση του βρέφους με τη μάνα.
Η συνεπωνυμία των ηρώων κάτι λέει. Δηλώνει την επαναληπτικότητα, τη διαγενεαλογία...
— Θα τολμήσω να το ρωτήσω και επειδή πρακτικά το βιβλίο θίγει άμεσα το πρόβλημα της αυτοχειρίας εν σχέσει με την ενδεχόμενη ψυχική νόσο: δηλώνει και την κληρονομικότητα;
Όχι με τη στενή έννοια των γονιδίων, αλλά με την έννοια των εγγραφών που κουβαλάμε στο μυαλό και την ψυχή μας. Ξέρετε, στο αίμα μας δεν κυκλοφορούν μόνο γονίδια. Κυκλοφορούν και φαντασιώσεις
και ιστορίες και σενάρια βιωμένης και μαθημένης μνήμης. Δεν παρακάμπτεται η σημασία της κληρονομικότητας.
Είμαστε βιολογικά όντα. Μέσα από τη βιολογία μας, εκφράζεται η σχέση με το περιβάλλον, μεταβάλλεται το γενετικό μας φορτίο. Είμαστε όμως και ψυχονοητικά όντα
που εμφορούνται από μια εσωτερική πραγματικότητα. Φαντασιώσεις, λαχτάρες, επιθυμίες μας απομακρύνουν από τα πραγματικά γεγονότα, φτιάχνοντας με τη σειρά τους
νέες ψυχικές πραγματικότητες. Ως γλωσσικά όντα δεν παύουμε από την αρχή της ζωής μας να ερμηνεύουμε, να νοηματοδοτούμε τον κόσμο γύρω και μέσα μας.
Όπως φαίνεται και μέσα από την ιστορία που αφηγούμαι, όταν γεννιόμαστε δεν είμαστε ένας αλλά πολλοί, κουβαλάμε ένα παρελθόν που συνεχώς ανακατασκευάζεται υπό
το φως ή το σκοτάδι του παρόντος. Κουβαλάμε τα ίχνη που άφησαν στη ζωή οι προηγούμενες γενιές. Αυτό το ίχνος περιλαμβάνει πολλά πράγματα: όνειρα, λαχτάρες, φόβους,
στόχους, με όποιον τρόπο όλα αυτά επικοινωνήθηκαν ή αποσιωπήθηκαν και μπήκαν μέσα κρύπτες και δεν έγιναν ποτέ ειπωμένα.
Σ' αυτό το βιβλίο θίγεται η διαγενεαλογία του τραύματος. Ένα τραύμα ταξιδεύει σε κάθε οικογένεια, σε κάθε χώρα. Αν θέλουμε λίγο να κατανοήσουμε έναν αυτόχειρα,
οφείλουμε να στεκόμαστε με μεγαλύτερη προσοχή σ’ αυτό που ονομάζουμε τραύμα. Στο τι σημαίνει επεξεργάζομαι το τραύμα ή το αποσιωπώ.
— Μισό λεπτό: τραύμα μπορεί να θεωρηθεί οτιδήποτε. Από την αυστηρότητα ενός γονιού προς το παιδί του, μέχρι ένα οικογενειακό μυστικό. Πώς ορίζουμε το «τραύμα» σε μια οικογένεια;
Τραύμα είναι η ρωγμή, η βίαιη ρήξη στο προστατευτικό περίβλημα του ψυχισμού από μια έντονη διέγερση. Κανένας δεν είναι προστατευμένος από το τραύμα. Και γιατί να είμαστε;
Μια προστατευμένη από το τραύμα ζωή δεν θα ήταν ζωή. Τι θα ήταν; Δεν ξέρω, κάτι σαν αντι-ζωή.
Πηγή: www.lifo.gr